-
1 κακονυμφος
I2связанный со злополучным бракомIIὅ вероломный супруг Eur. -
2 κακόνυμφος
κᾰκόνυμφ-ος, ον,II Subst., unhappy bridegroom, Id.Med. 206, 990 (both lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόνυμφος
См. также в других словарях:
κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) … Dictionary of Greek